- διασαφηνίσαι
- διασαφηνίζωmake clearaor inf actδιασαφηνίσαῑ , διασαφηνίζωmake clearaor opt act 3rd sgδιασαφηνίζωmake clearaor inf actδιασαφηνίσαῑ , διασαφηνίζωmake clearaor opt act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.